- μοδισμός
- μοδισμός, ὁ (ΑΜ)υπολογισμός έκτασης γης ο οποίος γίνεται με το μόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόδιον + -ισμός μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *μοδίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοδισμός — measuring by modii masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοδισμοῦ — μοδισμός measuring by modii masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοδισμῷ — μοδισμός measuring by modii masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοδισμόν — μοδισμός measuring by modii masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)